- σβαρνώ
- -άω, Νβλ. σβαρνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοσέρνω — χειρίζομαι κακώς το άροτρο, σβαρνώ άσχημα … Dictionary of Greek
σβαρνίζω — και σβαρνώ, άω, Ν [σβάρνα] 1. θρυμματίζω τους βώλους τού χώματος με την σβάρνα, βωλοκοπώ 2. μτφ. α) περιστρέφω κάτι με ταχύτητα β) (ιδίως σχετικά με άνθρωπο) κυλώ κάποιον καταγής, σύρω, παρασύρω («τόν έπιασε από τον λαιμό και τόν σβάρνισε κάτω») … Dictionary of Greek